- λίπε
- λείπωleaveaor imperat act 2nd sgλείπωleaveaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίπ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίφ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… … Hofmann J. Lexicon universale
PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… … Hofmann J. Lexicon universale
κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… … Dictionary of Greek
Βίτεκιντ ή Βίντουκιντ — (Wittekind ή Widukind, ; – 807 μ.Χ.).Ευγενής από τη Βεστφαλία, ηγέτης της αντίστασης των Σαξόνων εναντίον των κατακτητικών πολέμων του Καρλομάγνου. Η σπουδαιότερη πράξη του ήταν η εξόντωση ισχυρού στρατού που είχε σταλεί από τον Καρλομάγνο για να … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ουσιπέτες — Γερμανική φυλή, που έζησε στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Λίπε και του κάτω Ρήνου. Το 56 π.Χ. ηττήθηκαν από τον Κονίσαρα και στα χρόνια του Βεσπασιανού, πήραν μέρος στην επίθεση κατά του Μογουντιακού (70 μ.Χ.). Αργότερα αναφέρονται ως Αλεμαννοί ή … Dictionary of Greek